- κύφωσιν
- κύφωνcrooked piece of woodmasc dat plκύφωσιςbeing humpbackedfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek